- κεδρίον
- κεδρίονcedriumneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέδριον — κέδριον, τὸ (Α) [κέδρος] δ. γρφ. τού κέδρινον (βλ. κέδρινος) … Dictionary of Greek
κεδρίον — κεδρίον, τὸ (Α) [κέδρος] 1. (στον ιστορικό Φανία) ως ετυμολογία τού κιτρίον 2. κεδρία* … Dictionary of Greek
κεδρίου — κεδρίον cedrium neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cedrium — • Cedrium, κέδριον, кедровое масло, добывающееся из сока, отделявшегося из кедрового дерева, когда его укладывали вокруг огня. Plin. 16, 11, 21. Намазываемые им книжные свитки предохранились от моли, отсюда выражение у Горация (а. р.… … Реальный словарь классических древностей
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek
κεδρία — κεδρίᾱ , κεδρία oil of fem nom/voc/acc dual κεδρίᾱ , κεδρία oil of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κεδρίον cedrium neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)